- σκωληκοτρόφος
- -ο, Ναυτός που καλλιεργεί μεταξοσκώληκες, σηροτρόφος, βομβυκοτρόφος.[ΕΤΥΜΟΛ. < σκώληκας + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. κτηνο-τρόφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στο περιοδικό Νέα Πανδώρα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκωληκοτροφείο — το, Ν οίκημα όπου εκτρέφονται μεταξοσκώληκες, βομβυκοτροφείο, σηροτροφείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκωληκοτρόφος. Η λ., στον λόγιο τ. σκωληκοτροφεῖον, μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek